-
1 разряд
1. (группировка объектов) η κατηγορία, η ομάδα 2. эл. η εκκένωση, η εκφόρτιση (του ηλεκτρισμού)атмосферные - ы οι ατμοσφαιρικές παρεμβολές, τα αιμοσφαιρικά παράσιταсамостягивающийся - αυτο-συστελλόμενη - (κάτω από την επίδραση του μαγνητικού πεδίου)3. (вчт., мат) το (δυαδικό) ψηφίο 4. (степень) о βαθμός, το είδος, η κατηγορία, η τάξη 5. (электронный) η ηλεκτρονική εκκένωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разряд
-
2 физиология
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > физиология
-
3 рост
1. (действие) το μεγάλωμα. - растений - των φυτών 2. (увеличение в числе) η αύξησ/η 3. (усиление, укрепление) η ενίσχυση 4. (развитие, совершенствование) η ανάπτυξη, η άνοδος, η εξέλιξη, η αύξηση 5. (размеры человека или животного в высоту) το ανάστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рост
-
4 светокультура
(растений) η καλλιέργεια των φυτών με τεχνητό φωτισμό (σε θερμοκήπια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светокультура
-
5 физиология
-и θ.φυσιολογία•физиология животных η φυσιολογία των ζώων•
физиология растений η φυσιολογία των φυτών•
физиология дыхания η φυσιολογία της αναπνοής.
|| μτφ. φιληδονία αγενής.εκφρ.физиология звуков речи – φυσιολογία των φωνητ ικών φθόγγων. -
6 разрастание
το μεγάλωμα, η αύξησηη προσαύξησηη μεγέθυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разрастание
-
7 аблактировать
μπολιάζω (τα φυτά)-ка (способ прививки растений) το μπό-λιασμα (των φυτών), η σύμφυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аблактировать
-
8 габитус
-а α. (βιολ.) εξωτερική όψη, μορφή, σχήμα, είδος• παράστημα•атлетический -αθλητικό παράστημα•
изменение -а растений в результате скрещивания αλλαγή του είδους των φυτών λόγω της διασταύρωσης.
-
9 плач
-а α.1. κλάμα, θρήνος, κλάψιμο, κλάμα, κλαυθμός οδυρμός.2. θρηνωδία, θρηνολο-γία μοιρολόγι.εκφρ.плач растений – το δάκρυ των φυτών (από χαραγή, εγκοπή). -
10 рост
-а α.1. αύξηση, ανάπτυξη• μεγάλωμα• άνοδος•рост населения αύξηση του πληθυσμού•
-растений το μεγάλωμα των φυτών•
творческий рост артиста η δημιουργική ανάπτυξη (εξέλιξη) του ηθοποιού•
рост производства αύξηση της παραγωγής•
рост благосостояние народа άνοδος της ευημερίας του λαού•
остановиться в -е παύω να αναπτύσσομαι.
2. ανάστημα•мужчина высокого -а άντρας υψηλού αναστήματος•
-ом с тебя στο δικό σου ανάστημα•
какого он роста? τι ανάστημα έχει αυτός;•
не по -у δεν ταιριάζει στο ανάστημα•
встать по -у συντάσσομαι κατ ανάστημα.
3. τόκος• επιτόκιο•давать деньги в рост δίνω χρήματα με τόκο.
εκφρ.во весь рост – α) ολόρθος•стоять во весь рост – στέκομαι ολόρθος, β) (φωτογρ.) ολόκληρουαναστήματος;•на рост (шить, покупать) – με εσωτερικό γύρισμα (ράβω, αγοράζω)•пойти (тронуть(ся) в рост – φυτρώνω, φύομαι. -
11 класс
-а α.1. τάξη•рабочий класс εργατική τάξη•
буржуазный класс αστική τάξη•
класс эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών•
господствующий класс η κυρίαρχη τάξη•
борьбе -ов πάλη των τάξεων.
|| υποδιαίρεση•класс млекопитающих η τάξη των θηλαστικών•
класс земноводных η τάξη των αμφιβίων•
класс двудольных растений η τάξη των δικοτυλήδόνων φυτών.
|| κατηγορία• θέση•вагон третьего -а βαγόνι, τρίτης κατηγορίας•
билет первого -а εισιτήριο πρώτης θέσης.
2. σχολική υποδιαίρεση•ученик пятого -а μαθητής της πέμπτης τάξης.
|| αίθουσα διδασκαλίας•ученики вышли из -а οι μαθητές βγήκαν από την τάξη.
|| παλ. το μάθημα, η ώρα του μαθήματος•класс кончился το μάθημα τέλειωσε.
|| πλθ. -ы είδος παιγνιδιού.3. ποιότητα• κατηγορία•драгоценные камни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης.
|| βαθμίδα•водитель 1-го -а οδηγός 1-ς κατηγορίας.
|| υψηλό επίπεδο•показать класс δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη).
-
12 пасока
(сок из подрезов или корней растений) о χυμός των κορμών ή ριζών μερικών φυτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пасока
См. также в других словарях:
Аристотель — У этого термина существуют и другие значения, см. Аристотель (значения). Аристотель Ἀριστοτέλης … Википедия